Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

To Give Or Not To Give.

     Είναι μερικοί άνθρωποι που έχουν την απίστευτη ικανότητα να σε γεμίζουν από πάνω ως κάτω ψέματα. Τόσα ψέματα που μπορείς να χορτάσεις για μια ζωή. Το μοναδικό τους ταλέντο έγκειται στο ότι, εκείνη τη στιγμή που σου λένε τα τέρατα, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Σε πείθουν με ένα μοναδικό τρόπο ότι μόλις σου σέρβιραν τη μεγαλύτερη αλήθεια του κόσμου, οπότε η εμπιστοσύνη έρχεται φυσικά. Παρόλο που ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι ο λύκος κι αν εγέρασε..., σε κάνουν να πιστέψεις πως έχουν αλλάξει, είναι πια καλύτεροι άνθρωποι. Έχουν καταλάβει τα λάθη τους, μετάνιωσαν για τον τρόπο που σου φέρθηκαν στο παρελθόν και, μάντεψε!, σ' αγαπάνε κιόλας. Μετά από πολύ ψάξιμο, γιατί σαν άτομα έχουν βάθος, συνειδητοποίησαν πως τα λάθη του παρελθόντος τους στοιχειώνουν, τα πλήρωσαν και δεν έχουν σκοπό να τα επαναλάβουν. Βέβαια, η εξομόλογηση συνοδεύεται από έναν συγκαταβατικό τόνο στη φώνη και ένα στυλάκι του τύπου "έλα, μη μου τα χτυπάς, σου είπα πως τα πράγματα έχουν αλλάξει". Κι εκεί είναι που σκέφτεσαι, "μήπως τον έχω παρεξηγήσει και δεν είναι τελικά ένα χοντρόπετσο μοσχάρι;" και καταλήγεις να νιώθεις και τύψεις που τον αμφισβητείς. Γιατί, ακούς, αλήθεια ακούς, στον τρόπο που μιλάει πως θέλει να επανορθώσει. Και λες να του δώσεις το πάτημα να διορθώσει επιτέλους, γιατί άνθρωπος είσαι και θέλεις να ικανοποιήσεις τον εγωισμό σου, να πεις ότι το παιδί προσπαθεί, να νιώσεις λίγο βασίλισσα από τις προσπάθειές του να εξιλεωθεί. Είναι λίγο τραβάτε με κι ας κλαίω η υπόθεση βέβαια.
     Έλα όμως που το παιδί ωραία μας τα είπε, ωραία μας καρφώθηκαν στο μυαλό σενάρια επιστημονικής φαντασίας, μετά έδωσε μια μούτζα και γύρισε την πλάτη. Και μένω εγώ, να κοιτάζω σαν χαμένη και να προσπαθώ να μπω στην ψυχολογία και το μυαλό ενός ανθρώπου που, αν δεν έλεγε όσα είπε, θα απουσίαζε από την καθημερινότητά μου! Θα έρθω λοιπόν να ρωτήσω, τι στο διάολο θέλει αυτός ο άνθρωπος από τη ζωή μου; Σε τι αποσκοπούσε όλη αυτή η εκ βαθέων εξομολόγηση; Να φύγει επιτέλους το βάρος από τους ώμους του; Δεν είμαι εξομολόγος. Ούτε καλός σαμαρείτης. Δεν θέλω να σηκώσω πάνω μου το συναισθηματικό βάρος κανενός. Κι όμως, το κάνω και το έχω κάνει και θα συνεχίσω να το κάνω. Αλλά, έχω την απαίτηση να το σέβονται και να το βλέπουν σαν ένδειξη της καλής θέλησής μου κι όχι σαν κάτι που είμαι υποχρεωμένη να κάνω. Θέλω να έχω πίστη στους ανθρώπους, ότι αλλάζουν, ότι συναισθάνονται τα προβλήματα που έχουν και τα λάθη που κάνουν, ότι έχουν τέλος πάντων την ανάγκη να επανορθώσουν στ' αλήθεια για όσα έγιναν, όμως έρχονται κάτι τέτοιοι τύποι και μου χαλάνε τη φαντασίωση. Είναι σαν να παίρνεις από ένα παιδάκι το γλειφιτζούρι του, μόλις είχε προλάβει να γλείψει μια φορά. Και ήρθες εσύ και του διέλυσες στιγμιαία τον κόσμο του. Δεν έχεις το δικαίωμα, είναι πολύ απλό.



     Κι επειδή είμαι κι εγώ άτομο με μεγάλο βάθος, όπως τα παραπάνω εννοείται, με απασχολεί και το κατά κάποιο τρόπο συναφές ερώτημα: ποια είναι εκείνη η συμπαντική βλακεία που έχει πέσει μέσα στο κεφάλι μου και με κάνει να μην μπορώ να δώσω προτεραιότητα στα άτομα που πραγματικά δείχνουν να έχουν αλλάξει; Ίσως φταίει το σύνδρομο του σωτήρα που με κυριεύει μερικές φορές: θέλω να κάνω τους ανθρώπους καλύτερους, είτε αυτό σημαίνει να μάθουν να πετάνε τα πλαστικά μπουκάλια στους μπλε κάδους ανακύκλωσης, είτε να μάθουν να μην πετάνε την ψυχή των άλλων στα σκουπίδια. Να δουν πως κάποιος τους αγαπάει για το λίγο τους και να παλέψουν να το κάνουν πολύ. Δύσκολος δρόμος, σχεδόν απάτητος.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Συνάντηση.

Τρεις μέρες μετά την προαναφερθείσα συνομιλία, επίμαχη θα την έλεγα, κατά την οποία εκφράστηκε ένα κάποιο ενδιαφέρον αδιευκρινίστου φύσεως προς το παρόν (έτσι, για να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα), ήρθε! Στην πόλη μου, περαστικός λέει, για μια υποχρέωση. Αφού πέρασα από σαράντα κύματα (δεν ήξερα αν ήθελα έτσι ξαφνικά να τον δω, χωρίς να έχει προηγηθεί ποτέ ανάλογη συνάντησή μας), δώσαμε ραντεβού σ' ένα κεντρικό καφέ της πόλης. Πήγα, κάθησα και τον περίμενα. Άργησε ψάχνοντας παρκάρισμα και ενώ ήμουν σχετικά ψύχραιμη, μόλις τον είδα άρχισα να τρέμω σαν το ψάρι. Παγωμένα χέρια, παγωμένο χαμόγελο. Φαντάζομαι πως το κατάλαβε. Εκείνος ήταν κουρασμένος απ' ο,τι είπε και κρύωνε. Μιλούσαμε, χαμογελούσε συχνά, υπήρχαν και στιγμές αμήχανης παύσης. Μετά από καμιά ώρα, έπρεπε να φύγει, πλήρωσε και σηκωθήκαμε. Περπατήσαμε μαζί μέχρι την πλατεία κι όταν ήταν η στιγμή να αποχαιρετιστούμε, μ' έπιασε από το μπράτσο και με φίλησε στο μάγουλο. Κι έφυγε.
Έμεινα στη θέση μου ακίνητη να το συνειδητοποιώ. Το έκανε βιαστικά, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε, αν θα το δεχόμουν. Ξέρω πως δεν σήμαινε τίποτα, αλλά σήμαινε και κάτι. Η εικόνα του την αμέσως προηγούμενη στιγμή, μου έχει μείνει στο μυαλό σαν φωτογραφία: το φως μιας λάμπας έπεφτε στο πρόσωπό του κι έκανε τα μάτια του να μοιάζουν διάφανα. Ήταν πιο γλυκός, πιο ανθρώπινος, από οποιαδήποτε άλλη φορά τον έχω δει στη ζωή μου. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει εξήγηση, ερμηνεία, δεν ξέρω τι σκεφτόταν όσο καθόταν απέναντί μου, τι σκέφτηκε όταν περπάτησε μόνος του προς το αυτοκίνητο. Δεν έχω τα περιθώρια να του μιλήσω, να τον ρωτήσω. Και πάλι περιμένω τη συνέχεια.

~~~
"Μου φάνηκαν χρόνια μα ήταν μια στιγμή
Πετώ το τσιγάρο, τελευταίο πλάνο
Θεε μου είχες μια λάμψη μαγική"

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Definition of unexpected: coming without warning; unforeseen.

     Θέλω μέρες να γράψω πολλά, αλλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω, τι να πρωτοπιάσω! Λοιπόν, το ανέλπιστο...
     Τα μάτια-μου-θάλασσες, ο άνθρωπος-απωθημένο της ανάρτησης American Beauty, εκδηλώθηκε! Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι ότι τόσα χρόνια που σκέφτομαι τα σενάρια και τις πιθανότητες, έφτανα σε μερικές φάσεις να πιστεύω ότι όλα είναι στο μυαλό μου. Και επιτέλους, αποδεικνύεται πως δεν είναι έτσι! Τον συνάντησα στο γραφείο του μετά από περίπου ένα χρόνο και με κάποιο τρόπο, το νερό μπήκε στο αυλάκι. Ίσως έφταιγε το ότι δεν μας συνδέει πια καμία τυπική σχέση. Δεν ξέρω τι έγινε. Πάντως το ενδιαφέρον εκδηλώνεται, είναι υπαρκτό. Κι αν από τη μία χάρηκα, από την άλλη τρόμαξα. Θέλει να με συναντήσει σύντομα, μα μου είναι βαρύ και ξαφνικό να το διαχειριστώ όλο αυτό. Τόσα χρόνια περίμενα ένα βλέμμα που θα δηλώνει κάτι παραπάνω, ενώ τον τελευταίο καιρό είχα σταματήσει να ελπίζω. Περνούσα απλά να τον χαιρετήσω, να του μιλήσω για λίγο και να φύγω. Το έκανα για να συντηρήσω με κάποιο τρόπο αυτό που υπήρχε στο μυαλό μου. Υπάρχουν ηθικά διλήμματα, δεν μπορώ να τα αγνοήσω. Μα υπάρχει και επιθυμία χρόνων, ένα απωθημένο που πρέπει να βγει από μέσα μου. Φοβάμαι και ταυτόχρονα νιώθω μια συγκίνηση πρωτόγνωρη.
     Ίδωμεν!