Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Chest of Memories.

Ψάχνοντας σ' ένα μπαούλο, βρήκα στον πάτο έναν φάκελο γεμάτα γράμματα. Ήταν από τότε που οι συμμαθήτριες και κολλητές μου φίλες κι εγώ αποφασίσαμε να ανταλλάσσουμε γράμματα, λέγοντας η μία στην άλλη όσα δεν προλαβαίναμε να πούμε στο σχολείο και το φροντιστήριο. Είχα ξεχάσει πως είχα κάπου φυλαγμένα αυτά τα γράμματα και ακόμα περισσότερο, είχα ξεχάσει όσα έγραφαν. Εκεί μέσα βρήκα ονόματα ανθρώπων που πέρασαν βιαστικά από τις ζωές μας. Θυμήθηκα καταστάσεις που τότε τις θεωρούσαμε πολύ σημαντικές και τώρα μοιάζουν αστείες. Συγκινήθηκα με τα λόγια αγάπης που εκφράζονταν όλες και τις υποσχέσεις παντοτινής φιλίας που δίναμε. Δεν ξέρω τι μεσολάβησε τα χρόνια που πέρασαν και αυτή η φιλία χάλασε. Δεν ξέρω αν σήμερα, 5 χρόνια μετά, είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι κατά βάθος και μπορούμε να αναπληρώσουμε κάπως το χαμένο χρόνο. Θα το ήθελα νομίζω, γιατί είναι αλήθεια πως ζήσαμε πράγματα. Οι πρώτες ερωτικές απογοητεύσεις, οι πρώτες κοπάνες, οι σχολικές εκδρομές, η πλευρά της τάξης που ήταν όλη δική μας, ακόμα και οι τσακωμοί για τις πιο μεγάλες βλακείες. Το φροντιστήριο, οι σχολικοί χοροί, η αγωνία των Πανελλαδικών και μετά... κενό. Μετά τις έχασα. Είναι σαν να μην έχω καμία εικόνα τους μετά τις εξετάσεις. Και μάλλον είναι κρίμα. Φταίω εγώ, φταίνε εκείνες, δεν έχω ιδέα. Θέλω μόνο να τις δω και να είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε.


EDIT: Τις είδα. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν θέλω να τις ξαναδώ. Αποκήρυξαν με λίγα λόγια και συνοπτικές διαδικασίες αυτό που ήταν, αυτό που ήμασταν, αυτά που περάσαμε. Φάνηκε να πιστεύουν πως είναι κάτι καλύτερο από τον υπόλοιπο κόσμο, με μια απίστευτη διάθεση σνομπισμού και ξιπασμού. Μια ακόμη εμπειρία λοιπόν... ;)

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Oh! Those summer nights!

Δεν έχεις ούτε μια φωτογραφία. Μετά βίας θυμάσαι τα μάτια, πολύ αχνά ένα χαμόγελο. Έχει μείνει πολύ ζωντανή μονάχα η αίσθηση ενός αγγίγματος, μια ανεπαίσθητη μυρωδιά βανίλιας. Στην ουσία, είναι ένα όνειρο, κάτι που δεν είναι καν σίγουρο πως υπήρξε. Εκείνη τη μικρή στιγμή, οι αισθήσεις πήραν φωτιά, σαν να ήθελαν να καταγράψουν, να αποτυπώσουν τα πάντα. Και τώρα είναι όλα ένα κουβάρι. Ο αέρας που φυσούσε το ξημέρωμα, λέξεις ψιθυριστά στο αυτί, μια θολή εικόνα ενός προσώπου πολύ κοντά στο δικό σου, μια σφιχτή αγκαλιά και μετά εκείνο το γνώριμο κενό των στιγμών που σκέφτεσαι πως κάπως έτσι θα μπορούσες να πεθάνεις πλήρης. Αυτή η υπερβολή της στιγμής μοιάζει τόσο ρεαλιστική την ώρα που τη βιώνεις. Είναι λες και κάτι μέσα σου σε διαβεβαιώνει πως δεν θα ξαναζήσεις άλλες στιγμές ευτυχίας, πως από ‘δω και στο εξής η καταδίκη σου είναι να αναπολείς χωρίς να μπορείς να αναβιώσεις αυτό που συμβαίνει τώρα. Γι’ αυτό πρέπει να το ζήσεις ως το τέρμα, να πεθάνεις και ν’ αναστηθείς για χάρη του. Να το εξυψώσεις και να το απομυθοποιήσεις, να ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο και να το αφήσεις να σε πάει. Κι αν είναι καταστροφή, ας είναι. Κι αν είναι μεγαλείο, ας είναι πάλι. Τι άλλο έχεις να κάνεις στη σύντομη ζωή σου από το να ρουφάς κάθε τι που σου προσφέρει; Πώς θα περνάς τους χειμώνες σου χωρίς να αναπολείς τα καλοκαίρια σου; Πώς να εκτιμήσεις κάτι, αν δεν έχεις μέτρο σύγκρισης.
(Ήταν μοναδικό κι έτσι δε συγκρίνεται με τίποτα. Υπάρχει ακόμα στο μυαλό μου και θα υπάρχει μέχρι να πέσει, υποφέρω αν δεν φέρω στα ανθρώπινα μέτρα μου αυτό που μόνη μου θεοποίησα. Και όταν το κάνω, αρχίζω πάλι απ’ την αρχή.)